Η παράγκα του Σίμου
Καλοκαίρι 1953. Στον απόηχο της μεταπολεμικής Ελλάδας, οι επιζήσαντες του εμφυλίου ζουν υπό την πίεση της φτώχιας, των στερήσεων και του φόβου των πολιτικών διώξεων. Οι νέοι σουλατσάρουν στις γειτονιές της Αθήνας αναζητώντας ελπίδα για το μέλλον και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.
Σε μία μακρόστενη παράγκα της οδού Σαρρή, ο Σίμος Τσαπνίδης στήνει το τεντάδικο του. Είναι «ακατέργαστος», «έμφυτα γενναιόδωρος» ελεύθερος και ωραίος. Απεχθάνεται τα ταμπού και τις συμβάσεις και ορίζει το μέλλον μέσα από το δόγμα «Ζήζε την κάθε μέρα όσο καλύτερα μπορείς, αρκεί να μην ενοχλείς το διπλανό σου».
Ο Σίμος διαβάζει Σαρτρ, παίζει δεύτερους ρόλους σε κινηματογραφικές ταινίες της εποχής υποδυόμενος τον άνθρωπο του περιθωρίου και αγκαλιάζει με ζέση τις νέες ιδέες και την τέχνη. Η παράγκα του πολύ γρήγορα και «μοιραία» μετατρέπεται στον χώρο από τον οποίο ξεπηδά ένα ακατέργαστο νεανικό κίνημα: εκείνο των Ελλήνων υπαρξιστών.