Να Γιατί Γυρνώ Μες την Αθήνα
Πρώτη προβολή: Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021, στις 19.00, στην ΕΡΤ2
Ταξίμια, πενιές και «μινοράκια» πλημμυρίζουν τον αέρα του επεισοδίου «Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα – Μια ρεμπέτικη ιστορία» που αφηγείται την εξέλιξη του περίφημου αστικού λαϊκού τραγουδιού, από τις ρίζες του το 19ο αιώνα ως τις πολυτραγουδισμένες μεταπολεμικές και μεταπολιτευτικές αναβιώσεις του.
Τραγούδι της εργατιάς, της προσφυγιάς και των φτωχών στρωμάτων, προϊόν του ερχομού των ανθρώπων από την ύπαιθρο στις μεγάλες πόλεις-λιμάνια, κατ’ εξοχήν χωνευτήρια διαφορετικών τόπων και παραδόσεων, το ρεμπέτικο θα διανύσει ένα μακρύ μουσικο-κοινωνικό ταξίδι για να βρεθεί από τους τεκέδες του αστικού περιθωρίου στο «πάνθεον» των θρυλικών ειδών της ελληνικής μουσικής.
Μέσα από το φακό του Κλεινόν Άστυ-Ιστορίες της πόλης ζωντανεύει η περιπέτεια της ρεμπέτικης σκηνής από την κλασική -ας την πούμε- προπολεμική περίοδό της ως τις εποχές της ευρείας διάδοσης και αποδοχής, ενώ το ερώτημα «τι είναι το ρεμπέτικο» προσεγγίζεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις γενιές, το περιβάλλον και την καταγωγή.
Η πρώτη ηχογράφηση το 1912, με το τραγούδι «Απονιά», οι τεκέδες, το κυνήγι και η κομβική για το είδος φάση των μεταξικών απαγορεύσεων, η περίφημη διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι το 1948 που νομιμοποιεί το ρεμπέτικο στα μάτια της αστικής τάξης, οι αποστάσεις που παίρνει ο Βασίλης Τσιτσάνης το ‘51 από τον Μάρκο και τα τραγούδια του, «τραγούδια της ηθικής κατάπτωσης» όπως τα χαρακτηρίζει, η κυριαρχία της κουλτούρας του πάλκου που ακολουθεί, η εμφάνιση δημοφιλών κομπανιών τις δεκαετίες του 1970 (που η νεολαία της αμφισβήτησης επαναφέρει μια αισθητική χωρίς-μικρόφωνα) και του 1980 (με τα περίφημα «ρεμπετάδικα», αλλά και τις μεγάλες πίστες), η δεκαετία του ’90 που του επιφυλάσσει μια θέση στην έθνικ και world music, είναι μερικές από τις στάσεις του επεισοδίου σ’ αυτό το πολυμελετημένο είδος που καταφέρνει να ακούγεται ως τις ημέρες μας.
Πώς το πετυχαίνει αυτό; Ίσως επειδή «την τρομερή αλήθεια του ρεμπέτικου δεν την έχουν άλλα είδη μουσικής», ίσως επειδή είναι «μουσική που βαράει με τη μία στην ψυχή», ίσως πάλι απλά «γιατί είναι ωραία τραγούδια και δεν υπάρχει τίποτε άλλο».