Η εισβολή του Ροκ εντ Ρολ
«Το ροκ εντ ρολ χειρότερο και από το όπιο»
(Εφημερίδα Αυγή , 6/6/1957)
(Εφημερίδα Αυγή , 6/6/1957)
Μια νέα “θρησκεία” με φανατικούς οπαδούς; Μια “νεανική τρέλα” με παθολογικά αιτια; Μια “επιδημία” που παρασέρνει νέους και νέες σε “εξαλλότητες” με “ιδιάζουσα θρασύτητα” ; Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 το Ροκ εντ Ρολ εισβάλει στην ανυποψίαστη πρωτεύουσα και έκτοτε τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Το φαινόμενο του ροκ εντ ρολ εξαπλώθηκε με την αστραπιαία ταχυτητα των 45 στροφων. Οι νέοι συρρέουν στα δικά τους στέκια, επιδίδονται σε “άσεμνες” χορευτικές φιγούρες, αναζητούν μανιωδώς δισκάκια, οργανώνουν πάρτυ και τα συγκροτήματα ξεπηδούν απο τα υπόγεια των πολυκατοικιών διαταράσοντας την κοινή ησυχία. Η νέα τάση μετατρέπεται απο “μουσική μοδα” σε “δημόσιο κίνδυνο” και δοκιμάζει τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κλειστής ελληνικής κοινωνίας. Ο ημερήσιος τύπος, στο σύνολο του, συνδέει το ροκ εντ ρολ με τον Αμερικάνικο τρόπο ζωής που διαφθείρει τα χρηστά ήθη ενώ το Κράτος, η Εκκλησία και η Αστυνομία αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο προκειμένου να “αποκαταστήσουν” την δημόσια τάξη.
Το Ροκ εντ Ρολ στο επίκεντρο. Διχάζει, αφορίζεται , αποκτά ένθερμους υποστηρικτές και σφοδρούς πολέμιους. Το Τοπ Χατ, το υπόγειο του Green Park, το Ιγκλού, το Χόμπι, η Κουίντα, οι 9 Μούσες (μεταξύ άλλων) φιλοξενούν τα πρώτα πάρτυ μακρυά από τα μάτια-και τα αυτιά-των ενηλίκων. Τα καινούργια νεολαίστικα στέκια γίνονται εστίες έκρηξης αδρεναλίνης, ερωτισμού και αμφισβήτησης.
Ότι και αν ήταν τελικα το Ροκ εντ Ρολ, ταρακούνησε συθέμελα την Αθήνα με τους αφοπλιστικούς ρυθμούς του αλλάζοντας για πάντα την μέχρι τότε προσδοκόμενη συμπεριφορά των νέων από την κοινωνία των γονιών τους.
Η ιστορία της εισβολής του Ροκ εν Ρολ ξεδιπλώνεται μεσα τις διαφορετικες μαρτυρίες των ετερόκλητων προσκεκλημένων μας.
Το αποτελεσμα ; Μια πολυσχιδής και πολυεπίπεδη αφήγηση που σε συνεπαίρνει. Ποιό είναι το πρώτο κομμάτι που ακούγεται; Tο “Rock Around The Clock” του Bill Halley και των Κομήτων του όπως πρωτοακουστηκε στα ζενερικ της “Ζουγκλας του Μαυροπινακα”.