Νταλίκες – Είναι και λίγο έρωτας
Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα στα λιμάνια, στους σταθμούς, στην αγορά ό,τι ψάχνεις στη ζωή να βρεις ξεκίνα. «Με τα φώτα νυσταγμένα» (1982)
Η νταλίκα δεν μεταφέρει απλά ό,τι παράγεται και μεταφέρεται. Μοιάζει με το μέσο που, διασχίζοντας την άσφαλτο, ενώνει κόσμους, συντηρεί ακέραιους τους καημούς και κατασκευάζει για τους νταλικέρηδες τον μύθο ενός νοσταλγικού φυγά, εκείνου που φεύγει, ταξιδεύει, υπομένει και πάντα επιστρέφει.
Το επάγγελμα του νταλικέρη είναι σκληρό, δύσκολο μα πάνω από όλα γοητευτικό. Οι «ναυτικοί του δρόμου» έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τους κινδύνους, την σωματική κούραση, τους προσωπικούς τους δαίμονες, τις εξωτερικές αλλά και τις εσωτερικές αποστάσεις. Από την άλλη, αντιλαμβάνονται κάθε ταξίδι σαν μια αφορμή για περιπέτεια και γνωριμία με άλλους κόσμους συνιστώντας κατά κάποιον τρόπο τους μποέμ εξερευνητές νέων πατρίδων. Είναι εκείνοι που οικειοποιούνται όσο κανείς άλλος τον δημόσιο δρόμο και χώρο αφήνοντας με τις ρόδες τους ανεξίτηλο το στίγμα και το άρωμα της πατρίδας.
Το όχημα των αυτοκινητιστών αποτελεί το δεύτερο, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις το πρώτο, σπίτι τους. Ένα κινούμενο σπίτι που ανοίγει δρόμους, περικλείει την μοναξιά και τον νόστο και ενεργοποιεί «διαδρομές στα εσωτερικά τους τοπία». Στο περιθώριο του δρόμου γίνονται τα καλύτερα συναπαντήματα. Οι αλάνες που αράζουν οι νταλίκες ορίζουν τις μικρές πολιτείες οι οποίες λειτουργούν ως τόποι συνάντησης, περισυλλογής και, ενίοτε, γλεντιού. Στα στέκια των νταλικέρηδων οι οδηγοί τρώνε, συζητούν, φορτώνουν τα εμπορεύματά τους, συντηρούν και «στολίζουν τα σπίτια τους» και παίρνουν μια ανάσα λίγο πριν λύσουν ξανά το χειρόφρενό τους.