Η ταβέρνα
Mες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα), όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές•
(Οι μοιραίοι, στίχοι: Kώστας Βάρναλης)
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα), όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές•
(Οι μοιραίοι, στίχοι: Kώστας Βάρναλης)
Η ταβέρνα αποτελεί ένα λαϊκό καταφύγιο «αποφόρτισης» της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι ο κατεξοχήν χώρος που στεγάζει καημούς, μεράκια και χαρές, συντροφεύοντας τους πιστούς της σε όλες τις περιόδους της ζωής τους.
Στην ταβέρνα «οι άνθρωποι καταθέτουν την ψυχή τους, ερωτεύονται, τραγουδούν, πολιτικολογούν, φιλοσοφούν».
Η ταβέρνα είναι συνδεδεμένη με το κέφι και το απόλυτο κέφι, το τσακίρ κέφι. Το τσακίρ σημαίνει γαλάζιο, υπονοεί τον ουρανό δηλαδή τη διάθεση του ατόμου να φτάσει στον ουρανό, να αγγίξει το θείο, όπως μας εξηγεί ο συγγραφέας Ε. Ζάχος Παπαζαχαρίου.
Αυτή η αρχέγονη αίσθηση που προσφέρει η ταβέρνα αναγνωρίζεται από όλες τις κοινωνικές τάξεις, γίνεται ποίημα, ταινία, τραγούδι και χώρος αυθεντικής κοινωνικοποίησης μακριά από συμβάσεις και αστικούς καθωσπρεπισμούς.
Το καλό κρασί και φαγητό ορίζουν έναν ακαταμάχητό πόλο έλξης για τον μοναχικό θαμώνα, το ερωτευμένο ζευγάρι και την καλή παρέα των φίλων. Ο ταβερνιάρης είναι ο οικοδεσπότης, η εμβληματική φιγούρα που δεσπόζει δίπλα στα ξύλινα βαρέλια (κάθε ταβέρνας που σέβεται τον εαυτό της). Ακούει ιστορίες, εξομολογήσεις, συμπάσχει με την λύπη, γιορτάζει με την χαρά κι έτσι γίνεται ένας από τους βαθύτερους γνώστες της ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας.
Η ταβέρνα μετατρέπεται πολλές φορές σε «οικογενειακή υπόθεση» με τους γιους να μαθητεύουν δίπλα στους πατεράδες και να τους διαδέχονται κληρονομώντας την πείρα και το μεράκι τους.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η ταβέρνα λειτουργεί ως μια διαχρονική σταθερά της ελληνικής πολιτισμικής μας κουλτούρας αλλά και ένα στέκι που η αρχή του χάνεται στα βάθη του χρόνου.